-
1 διαλλασσω
атт. διαλλάττω (fut. διαλλάξω; pass.: fut. διαλλαχθήσομαι и διαλλαγήσομαι, aor. διηλλάχθην и διηλλάγην)1) давать взамен(ἄλλον τοῖς κάτω νεκρόν Eur.)
; обменивать(ἀντ΄ ἀργυρίου δ. τινί Plat.)
2) (пере)менять, сменять(τοὺς ναυάρχους Xen.)
διαλλάξαι ἐσθῆτα Dem. — переодеться в другое платье;διελλάσσοντο τὰς τάξις Her. — они поменялись боевыми позициями;ἀετοῦ διαλλάξαι βίον Plat. — превратиться в орла3) тж. med. (о месте, стране и т.п.) менять(τόπον Arst.)
, в знач. покидать, оставлять или проходитьδιαλλάξας Μακεδονίαν εἰς Θετταλίαν ἀφίκετο Xen. — пройдя Македонию, он прибыл в Фессалию;
ἐξ ἄλλης εἰς ἄλλην πόλιν διαλλάττεσθαι Plut. — (о товарах) перевозиться из одного города в другой4) мирить, примирять(τινάς Eur., Plat., τινά τινι Thuc. и τινὰ πρός τινα Arph., Isocr.)
; med.-pass. мириться(τινι и πρός τινα Isocr., τινι и ἐπί τινι Plut.)
διαλλαχθῆναι τῆς ἔχθρας ἐς φίλους Eur. — прекратить вражду с (прежними) друзьями5) различаться, отличаться(τινί Her., Arst., Polyb., Plut. и ἔν τινι Luc.)
τὸ διαλλάσσον τῆς γνῶμης Thuc. — разница во мнениях, разногласие;редко pass.:τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένοι Thuc. — различные по характеру6) отличаться, выделяться
См. также в других словарях:
Βενιζέλος, Ελευθέριος — (Μουρνιές, Κρήτη 1864 – Παρίσι 1936).Πρωθυπουργός επί σειρά ετών, ο πρώτος πολιτικός της χώρας που ονομάστηκε Εθνάρχης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εγκαταστάθηκε ως δικηγόρος στα Χανιά (1886), ενώ γρήγορα αναμείχτηκε και στην… … Dictionary of Greek
Παπαρρηγόπουλος, Ιωάννης — (Νάξος 1780 – Αθήνα 1874). Φιλικός. Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη και στη Μόσχα. Μετά την αποτυχία της εξέγερσης του Γ. Ολύμπιου, πήγε στην Ιταλία, όπου επιδόθηκε στη σπουδή της ιατρικής. Στις παραμονές της Επανάστασης πήγε στην Πάτρα και… … Dictionary of Greek
Μουσταφά — Όνομα τεσσάρων σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. A’ (1591 – 1639). Σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1617, 1622 23). Γιος του Μεχμέτ Γ’ και αδελφός του Αχμέτ A’, τον οποίο διαδέχτηκε στο θρόνο μετά τον θάνατο εκείνου (1617).… … Dictionary of Greek
Χέιδεν, Λογγίνος — (1772 – 1850). Ρώσος ναύαρχος, ολλανδικής καταγωγής. Ως αξιωματικός του ολλανδικού ναυτικού, ο X. διακρίθηκε καταδιώκοντας τους πειρατές στη Μεσόγειο. Το 1810, κατατάχθηκε στο ρωσικό ναυτικό και το 1817 έγινε ναύαρχος. Το 1817, οι Ρώσοι τον… … Dictionary of Greek
αρχιναύαρχος — ο ο ανώτερος από τους ναυάρχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + ναύαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στα Έγγραφα της Ελληνικής Κυβερνήσεως] … Dictionary of Greek
Αισιμήδης — Αρχηγός, μαζί με τους ναυάρχους Μεικιάδη και Ευρυβάτη, του κερκυραϊκού στόλου στη ναυμαχία εναντίον των Κορινθίων κοντά στην Κέρκυρα το 433 π.Χ. Η ναυμαχία αυτή υπήρξε μια από τις αφορμές του Πελοποννησιακού πολέμου. Α. λεγόταν και ο τελευταίος… … Dictionary of Greek
Ωορύφας, Νικήτας — Ένας από τους σπουδαιότερους ναυάρχους του Βυζαντίου. Έδρασε κατά το δεύτερο μισό του 9ου αι., επί Βασίλειου του A’, όταν ανέλαβε την ανώτατη αρχηγία του στόλου ως δρουγγάριος πλωίμων. Η μεγάλη προσφορά του Ω. στο Βυζάντιο έγκειται στους… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Χουάν της Αυστρίας, δον- — (Don Juan de Austria, Ρατισμπόνα 1545 – Ναμούρ 1578). Διάσημος Ισπανός πρίγκιπας και στρατιωτικός, νόθος γιος του αυτοκράτορα Καρόλου E’ (Καρόλου A’ της Ισπανίας) και ετεροθαλής αδελφός του βασιλιά Φιλίππου B’ της Ισπανίας. Μεγάλωσε κρυφά, ως… … Dictionary of Greek
Σφακιανάκης — Επώνυμο κρητικής οικογένειας, που ανέδειξε κυρίως αγωνιστές. 1. Ιωάννης. Πολιτικός (1848 – 1924). Καταγόταν από την Κρήτη. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και τη Βιέννη. Πήρε ενεργά μέρος στην επανάσταση του 1866. Το 1878 εκλέχτηκε πληρεξούσιος στην… … Dictionary of Greek
Καλλίξενος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Αθηναίος δημαγωγός (5ος αι. π.Χ.). Κατηγόρησε τους νικητές ναυάρχους της ναυμαχίας των Αργινουσών για παράλειψη καθήκοντος απέναντι στους πεσόντες και έγινε μαζί με τον Θηραμένη αίτιος της καταδίκης… … Dictionary of Greek